ἀπλῷ

ἀπλῷ
ἀπό-λάω 1
pres opt act 3rd sg
ἀπό-λάω 2
seize
pres opt act 3rd sg (doric)
ἀπό-λάζω
fut opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁπλῶ — ἁπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (attic) ἁπλός masc/neut gen sg (doric aeolic) ἁπλόω make single pres subj act 1st sg ἁπλόω make single pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλῷ — ἁπλόος twofold masc/neut dat sg (attic) ἁπλός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИОСКОРИД —    • Dioscorĭdes,          Διοσκορίδης,        1. см. Anthologia graeca, Греческая антология;        2. см. Gemma, Гемма;        3. Pedanius Dioscorides, греческий врач, родом из Киликии, живший в правление Нерона, незадолго до Плиния. От него… …   Реальный словарь классических древностей

  • PSECAS — ancilla apud Romanos, ornandis crinibus praefecta. Vetus Schol. Fuvenalis ad v. 489. Sat. 6. Psecas, ait, Graece dicunt, quando minutim sive rarum pluit. Ornatrices igitur componentes rarum aut parum aquae solent mittere, ac velut ψεκάζειν: Ergo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • καθαπλώ — καθαπλῶ, όω (Α) (κυρίως το μέσ.) καθαπλοῡμαι, όομαι απλώνομαι πάνω σε κάτι («τοῡ δὲ αὐχένος ἐπιχαρίτως καθήπλωται [ενν. ἡ κόμη]», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + απλώ] …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • προάπλωσις — ώσεως, ή, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόθεσις, προαίρεσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁπλῶ «αναπτύσσω, απλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαπλώ — όω, Μ [ἁπλῶ] απλώνω κάτι ακόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”